ωχροπρόσωπος

ωχροπρόσωπος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ωχρό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + -πρόσωπος (< πρόσωπο). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ωχροπρόσωπος — η, ο αυτός που έχει κίτρινο πρόσωπο, ο κιτρινιάρης, ο κιτρινιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”